Sunday, January 31, 2021

ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ;

 

                                                   ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ

 

Είμαι μια από τις γυναίκες που επώνυμα προέβησαν σε καταγγελία κατά του Κώστα Σπυρόπουλου και της ιδιαίτερης πρακτικής του στις προσωπικές οντισιόν που έκανε, αναζητώντας την κατάλληλη «παρτενέρ» για ό,τι είχε στο μυαλό του. Πολλά χρόνια πριν… Που σημαίνει πως όλα τώρα πια έχουν παραγραφεί.

Οπότε «Γιατί τώρα;» αναρωτιούνται πολλοί/πολλές.  Η απάντηση είναι απλή: Γιατί ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Και θα αντιστρέψω το ερώτημα «γιατί τότε;» Γιατί ακόμα και τώρα υπάρχουν πράξεις βίας σε οποιαδήποτε μορφή (σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική, λεκτική) που μένουν στο σκοτάδι; Γιατί κυριαρχεί ο φόβος και ο νόμος της σιωπής; Η κακοποιητική και προσβλητική συμπεριφορά δεν γνωρίζει ούτε φύλο ούτε επάγγελμα, συμβαίνει παντού: Στο θέατρο, στο εργοστάσιο, στην εταιρεία, στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, σε κάθε εργασιακό χώρο, όπως φυσικά και σε σπίτια, όπου ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας η ενδοοικογενειακή βία έχει εκτοξευθεί. Η δύναμη και η ισχύς που νιώθει το άτομο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας, είτε σε εργασιακό χώρο είτε σε δυαδική σχέση, τον ωθεί να γίνει θύτης, να αποκτήσει την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας. Αντίστοιχα, το άτομο που δέχεται την όποια κακοποιητική συμπεριφορά αισθάνεται ευάλωτο, αβοήθητο και ανήμπορο να αντιδράσει. Πόσο μάλλον όταν είναι γυναίκα σε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία.

Το ερώτημα, λοιπόν, που θα έπρεπε να απευθύνεται δεν είναι το «Γιατί τώρα;» προς όσες/όσους επιλέγουν ετεροχρονισμένα να δημοσιοποιήσουν συμβάντα αλλά «Το έκανες; Γιατί το έκανες;»  προς όσους δέχονται επώνυμες καταγγελίες για πράξεις που έχουν διαπράξει ή συνεχίζουν να διαπράττουν.

Πριν από 20 χρόνια η ελληνική κοινωνία ήταν εντελώς διαφορετική, ο κόσμος ολόκληρος ήταν διαφορετικός, η κουλτούρα που επικρατούσε ήταν αυτή της απόκρυψης. Δεν υπήρχαν τα social media και η σημερινή ταχύτητα με την οποία η πληροφορία ταξιδεύει αυτόνομη και χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτων. Οι διαδικασίες ήταν τόσο δύσκολες, χρονοβόρες και γεμάτες προκατάληψη απέναντι στην γυναίκα που κατήγγειλε γεγονότα, που η καταγγελία τους θεωρείτο εκ των προτέρων χαμένος κόπος. «Τα ήθελε» ή «Πήγαινε γυρεύοντας» ήταν μερικές από τις φράσεις που ακούγονταν τότε και  που δυστυχώς ακούγονται ακόμα και σήμερα, εν έτη 2021.

Στον θεατρικό χώρο, όπου ανήκω, κυριαρχούσε η σκέψη και ο φόβος πως δεν θα μπορέσεις να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου, να ζήσεις από την Τέχνη, πως θα βρεθείς στο περιθώριο και θα μπεις στη μαύρη λίστα. Ιδιαίτερα όταν μόλις είχες αποφοιτήσει από τη Δραματική Σχολή και αισθανόσουν πως το μέλλον σου ήταν στα χέρια κάποιων που αποφάσιζαν ποια και ποιος θα δουλέψει, πως κινδύνευες να πετάξεις στα σκουπίδια τα χρόνια προετοιμασίας για να μπεις στη Σχολή, τα χρόνια των σπουδών σου και κυρίως την αγάπη σου για το σανίδι.

Δεν θυμάμαι, λοιπόν, χρονιά, μήνα, ημέρα, δεν θυμάμαι για ποιο έργο ήταν η οντισιόν, δεν θυμάμαι καν το θέατρο όπου πραγματοποιήθηκε. Θυμάμαι, όμως, μια πόρτα να κλειδώνει χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος (π.χ. ένας τεχνικός ή ένας βοηθός σκηνοθέτη). Θυμάμαι πως μου είχε ζητηθεί να έχω μαζί μου ψηλά τακούνια και στενά, κοντά φορέματα και φούστες. Θυμάμαι πως είχε μπει στο καμαρίνι την ώρα που άλλαζα για να επιλέξει τι θα φορούσα. Θυμάμαι πως ήθελα να φύγω τρέχοντας, αλλά συγχρόνως πως νόμιζα ότι μπορεί και να μην ήταν τα πράγματα έτσι όπως το ένστικτο μου με προειδοποιούσε πως ήταν.

Θυμάμαι πως πάνω στη σκηνή μού είχε ζητηθεί αυτοσχεδιασμός, που καμία σχέση δεν είχε με αυτό για το οποίο είχα πάει, να χορέψω αφού είχα κάνει και χορό εκτός από θεατρικές σπουδές, να φαντασιωθώ πως εκείνος είναι κάποιος που πρέπει να προκαλέσω ερωτικά. Ήθελα τόσο πολύ να είμαι καλή, ήθελα τόσο πολύ να πιστέψω πως πραγματικά διεκδικώ τον ρόλο, αλλά όλα ήταν ανάρμοστα. Είχα αρχίσει να φοβάμαι πολύ, να θέλω να φύγω, αλλά ταυτόχρονα να σκέφτομαι πως δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί και πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Δεν είχα τη δύναμη που απέκτησα με τα χρόνια, ώστε να αντιδράσω δυναμικά· κυριαρχούσε ο φόβος τού πώς θα αντιδρούσε εκείνος…

Μετά κάθισε στις πίσω σειρές με κλειστά τα φώτα της πλατείας· και εδώ θα σταματήσω να εξιστορώ. Έτσι και αλλιώς, εκείνος γνωρίζει.

Όταν έφυγα, ήμουν σε σοκ. Παρόλα αυτά με ξαναπήρε τηλέφωνο για να ξανακάνουμε δοκιμή. Φυσικά δεν πήγα ποτέ. Εντωμεταξύ -και με το πέρασμα του χρόνου- έμαθα πως δεν ήμουν η μόνη. Μίλησα σε φίλες και φίλους. Και μετά το έθαψα. Αλλά όχι πια.

Η αρχή έγινε στην Αμερική με το κίνημα #metoo, το οποίο έφτασε σε εμάς στην Ελλάδα με καθυστέρηση, όπως πάντα συμβαίνει, αλλά έφτασε. Τώρα είναι η ώρα, λοιπόν, να μιλήσει ο καθένας και η καθεμιά για όσα συμβαίνουν στον θεατρικό χώρο, αλλά και σε κάθε χώρο. Την αρχή έκανε η Σοφία Μπεκατώρου στον τομέα του αθλητισμού και η Ζέτα Δούκα στον δικό μας καλλιτεχνικό χώρο. Τις σέβομαι απεριόριστα. Όπως και τις Τζένη Μπότση, Αγγελική Λάμπρη και όποια άλλη ή όποιον άλλον βρίσκει το θάρρος και τη δύναμη να μιλήσει. Όμως, συγχρόνως, κατανοώ απόλυτα όποιον/όποια νιώθει πως δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει, τουλάχιστον ακόμα.

Αν αυτή η κοινωνική απομόνωση και η απόσταση της πανδημίας έκανε κάτι καλό είναι που μας οδήγησε να κοιτάξουμε μέσα μας και να σταθούμε στα πόδια μας μέσα από ενδοσκόπηση. Να βγουν στην επιφάνεια όλα τα κακώς κείμενα της εποχής μας.

Ας μη δαιμονοποιείται, φυσικά, ολόκληρος ο καλλιτεχνικός χώρος και το θέατρο, ιδιαίτερα σε μια εποχή που βάλλεται όσο κανένας άλλος επειδή τα ονόματά του πουλάνε. Ας είναι, όμως, όλα αυτά το εφαλτήριο να ειπωθούν τώρα όσα διαπράττονται και μένουν στο σκοτάδι εδώ και χρόνια λόγω πιέσεων.

Εσύ που έχεις υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά ήρθε η ώρα να μιλήσεις, γιατί πια δεν είσαι μόνη ή μόνος. Είμαστε όλοι μαζί, ο ένας για τον άλλον, για την Τέχνη που αγαπάμε και για να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο. Για να καθαρίσει ο χώρος και να πεταχτούν έξω τα βλαβερά παράσιτα που έχουν τη δύναμη να μένουν στο απυρόβλητο.

Ήρθε η ώρα. #eimasteoloimazi

Tuesday, November 17, 2020

Mαρία Πετρίδου

 


H Μαρία Πετρίδου ξεκίνησε να ζωγραφίζει από μωρό, σχεδόν μέσα από την κούνια. Το πρώτο υλικό που χρησιμοποίησε ήταν η μύξα, ναι η μύξα. Δεν τις κόλλαγε απλά στον τοίχο όπως κάνουν όλα τα παιδιά, έκανε κάτι περίεργα σχήματα που πρώτος ο πατέρας της ο κύριος Αναξίμανδρος τα παρατήρησε και δεν άφηνε τη μητέρα της να καθαρίσει τον τοίχο.

 Όταν έκανε τα πρώτα της βήματα, της πήρε όλων των ειδών τους μαρκαδόρους και τις μπογιές μέχρι και κάρβουνο, που έγινε η αγαπημένη τεχνοτροπία του μικρού παιδιού-θαύμα. Με ένα κάρβουνο στο χέρι γύρναγε όλη μέρα, μαύρα όλα στο σπίτι, τοίχοι, πατώματα, μπάνια, την άφηναν όμως, ο κύριος Αναξίμανδρος ήταν απόλυτος σε αυτό, δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να καταπνίξουν την δημιουργικότητα και την φαντασία του παιδιού. Το κατάπιε η κυρία Λόλα η μητέρα της, σκέφτηκε πως θα πάει σχολείο και θα το ξεπεράσει και εκεί τα ίδια όμως. Kάθε λίγο τη φώναζε η δασκάλα να της κάνει παράπονα πως δεν πρόσεχε στο μάθημα και όλη την ώρα ήταν με το κάρβουνο στο χέρι, μαύρα όλα τα τετράδια, το θρανίο, τα χέρια της, κανείς δεν ήθελε να κάθεται δίπλα της. Μπορεί είπε, να χρειάζεται ψυχολόγο. Αυτό την καταρράκωσε την κυρία Λόλα, τέτοια προσβολή δεν μπορούσε να την καταπιεί, το βλαστάρι της ψυχολόγο; Γύρισε σπίτι σε κακή κατάσταση και εκεί την περίμενε κάτι χειρότερο. Η μικρή Μαρία ζωγράφιζε τη γιαγιά που είχε άνοια, με το κάρβουνο. Ακίνητη η γιαγιά και μαύρη, τρεις ώρες την έτριβε μέσα στη μπανιέρα για να την καθαρίσει. Όταν τέλειωσε, άνοιξε απότομα την πόρτα του δωματίου της μικρής και έβγαλε μια κραυγή που της πάγωσε το αίμα «Όχι άλλο κάρβουνο» και τα μάζεψε όλα, τίποτα δεν άφησε, όλα στα σκουπίδια. Μάταια προσπαθούσε να τη μεταπείσει ο πατέρας, να της δώσει να καταλάβει πως έτσι σκότωνε το χάρισμα της μοναχοκόρης τους. Εκείνη ανένδοτη, «ή τα κάρβουνα ή εγώ!».

 Αυτό ήταν, πέρασε το δικό της και η μικρή δεν ξαναέπιασε κάρβουνο στα χέρια της, παράτησε εντελώς τη ζωγραφική ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Εκείνη όμως στα κρυφά συνέχιζε να ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας το υλικό που έμελλε να την κάνει διάσημη, τις χαρτοπετσέτες. Όλο της το χαρτζιλίκι εκεί το έδινε και αργότερα εργαζόμενη πια όλος της ο μισθός εκεί πήγαινε, στις χαρτοπετσέτες.

Φυσικά θα αναρωτιέστε γιατί; Γιατί χαρτοπετσέτα; Για να τις κρύβει, για αυτό. Έτσι και εκείνη διατηρούσε το πάθος της για την ζωγραφική και η μητέρα της νόμιζε πως το κορίτσι της είχε πάρει τον ίσιο δρόμο.

Όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι την ώρα που η κρίση χτύπησε και το δικό τους σπίτι.

Ο πατέρας συνταξιοδοτήθηκε και η μαμά έπαθε ρευματοειδή αρθρίτιδα που την ανάγκασε να βάλει λουκέτο στο κομμωτήριο που διατηρούσε. Η Μαρία δυστυχώς δεν μπόρεσε να γίνει κάτι περισσότερο από βοηθός πιστολάκι, ήταν αδύνατο να το κρατήσει μόνη της, έτσι σε λίγο η οικογένεια δεν είχε λεφτά ούτε για χαρτοπετσέτες.

 Η Μαρία απελπίστηκε, πήρε την κούτα που τις έκρυβε και βγήκε στον δρόμο με προορισμό το Σύνταγμα γιατί μπορεί να ήταν ρομαντική αλλά ήταν και δυναμική, δεν το έβαζε κάτω, θα κέρδιζε εκείνη λεφτά για την οικογένεια της. Θα θυσίαζε τα μικρά της αριστουργήματα,  πουλώντας τις χαρτοπετσέτες  της στους τουρίστες.

 Ένα εμπόδιο υπήρχε μόνο  και δεν ήξερε πώς να το ξεπεράσει. Τα περιστέρια που τα έτρεμε και η μοίρα της έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Εκείνη την πρώτη  μέρα της στην πλατεία είχε αλείψει τα μαλλιά της με σησαμέλαιο που τα κάνει λαμπερά για να τραβήξει τα βλέμματα αλλά έτσι όπως στήθηκε περήφανη και αγέρωχη όλα τα περιστέρια της πλατείας πήγαν και κάθισαν πάνω στο κεφάλι της. Τα ουρλιαχτά της ξύπνησαν μέχρι και τον κόσμο στα ξενοδοχεία που ακόμη κοιμόταν, κανείς δεν ήταν ακόμη εκεί, παρά μόνο ο κουλουράς της πλατείας που έμελλε να γίνει ο φύλακας άγγελος της. Εκείνος την έσωσε, θυσιάζοντας τους λουκουμάδες του που τους πέταξε πιο πέρα για να φύγουν τα περιστέρια από πάνω της. Στη Μαρία είδε την κόρη που ποτέ δεν απέκτησε, μπορεί να μην ήταν σε θέση να εκτιμήσει το ταλέντο της αλλά εκτίμησε το φιλότιμο της και την πήρε υπό την προστασία του.

Οι μέρες πέρναγαν όμως και χαρτοπετσέτες δεν αγόραζε κανείς παρά μόνο κάποιοι που θέλανε να καθαρίσουν καμιά κουτσουλιά που είχε πέσει πάνω τους. Άρχισε να απελπίζεται η φτωχή ζωγράφος και πάνω που ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, τον είδε να στέκει αγέρωχος και να την κοιτάζει με συμπόνια.

Τον τσολιά! Και ο έρωτας της χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα. Αυτό ήταν, δεν την ένοιαζε τίποτα πια, ούτε η φτώχια, ούτε οι κακουχίες, ούτε καν η ορθοστατική υπόταση που την ταλαιπωρούσε, το μόνο που ήθελε ήταν να τον κοιτάει, να τον καμαρώνει, να αφοσιωθεί σε αυτόν, τελευταία στιγμή πρόλαβε ο κουλουράς και τη σταμάτησε που ετοιμαζόταν να χαρίσει όλες τις χαρτοπετσέτες της σε έναν περαστικό με συνάχι για να μην έχει τίποτα πια να της αποσπά την προσοχή από την εικόνα του τσολιά της. Μόνο εκείνος είχε σημασία πια, ήθελε να ζωγραφίζει μόνο εκείνον αλλά ήταν ψηλός και δεν χώραγε στην χαρτοπετσέτα το ανάστημα του.

Έπρεπε να πάρει κουζινόχαρτο, αλλά έβγαινε πιο ακριβό. Πάλι ο φύλακας άγγελος της ήταν εκεί για τη Μαρία. Κάθε πρωί, μαζί με το κουλούρι, της έκανε δώρο ένα ρολό κουζινόχαρτο Γίγας, για να μπορεί να ζωγραφίζει μέχρι να δύσει ο ήλιος τον αγαπημένο της χωρίς να ξεμένει.

Και αυτό έκανε όλη μέρα, έγραφε και ένα HELLAS από κάτω και τον χάριζε. Δεν την ένοιαζαν πια τα λεφτά. Ήθελε μόνο να τον κάνει γνωστό παντού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη να τον δουν όλοι με τα δικά της μάτια.  Τίποτα όμως. Ούτε σαν δώρο δεν έπαιρναν τα κουζινόχαρτα  και όσοι τα έπαιρναν τα τσαλάκωναν και τα πέταγαν στον κάδο. Τα παράτησε λοιπόν και απλά πήγαινε και στεκόταν και τον κοιτούσε. Χάρηκε και ο κουλουράς γιατί όσο να’ναι ήταν ασύμφορο οικονομικά τόσο κουζινόχαρτο άσε που της έκανε καταγγελία και μια οικολογική οργάνωση γιατί λέει ξόδευε χωρίς λόγο το χαρτί και έτσι κατέστρεφε τα δάση του Αμαζονίου. Ποιός; Η Μαρία που δεν έτρωγε ούτε χόρτα βραστά από τη στεναχώρια της που τα ξερίζωναν, που φύτευε φακές στο βαμβάκι και έκλαιγε μετά στο μαγείρεμα γιατί τις είχε αγαπήσει.

Τόσο ευαίσθητο πλάσμα ήταν, για αυτό και το έργο της απέκτησε τέτοια μυθική διάσταση.

 Αχ! Εκεί ακίνητο στεκόταν το πουλάκι μου, ούτε βλέφαρο δεν πετάριζε, τόσο που μια παρέα κινέζων την πέρασε για κρεμάστρα και άφησε πάνω της τα παλτά για να φωτογραφηθεί και της έδωσαν και 5 ευρώ. Ο κουλουράς που το είδε χάρηκε, της είπε «άντε τουλάχιστον να βγάλεις κανά φράγκο έτσι που ξεροσταλιάζεις κάθε μέρα» και μάλιστα παρότρυνε τον κόσμο να αφήνει πάνω της τα μπουφάν και τις ζακέτες, μετά που καλοκαίριασε έφτιαξε μια μεγάλη ομπρέλα που κρατιόταν με λάστιχο στο κεφάλι για να κάνει σκιά σε όποιον χάζευε την αλλαγή φρουράς και να της αφήνει κάτι σαν φιλοδώρημα.

Και τότε του ήρθε μια ιδέα που παρόμοια της δεν είχε σκεφτεί ποτέ ανθρώπινος νους, γιατί μπορεί να ήταν ένας απλός άνθρωπος του μόχθου αλλά πάντα έψαχνε εκείνη την ευκαιρία που θα τον απογείωνε σε καινοτόμο enterpreuner.  Να την βάλει να σπάσει το ρεκόρ ακινησίας, να μείνει ακίνητη για όσο πιο πολύ μπορούσε για χάρη του Έρωτα και έτσι να έμπαινε στα Ρεκόρ Γκίνες που είχαν χρηματικό έπαθλο. Μάλιστα την έβαλε να του υπογράψει πως αν κέρδιζε το ποσό θα του έδινε και εκείνου τα μισά. Το έκανε η Μαρία, δεν δείλιασε, όχι για τα λεφτά, αυτά είπαμε δεν την ένοιαζαν, αλλά για να πείσει τον Τσολιά πως ήταν η γυναίκα της ζωής του.

Μάταια οι γονείς της προσπαθούσαν να την πείσουν πως έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή της, γιατί έπεσαν και οι μεγάλες οι συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα τότε και το δόλιο το κορίτσι ανέπνεε τόνους χημικά και δακρυγόνα, αλλά και για αυτό είχε την λύση ο κουλουράς, της φόραγε μια αντιασφυξιογόνα μάσκα για να αντέχει, μέχρι και ο Τσολιάς αποχωρούσε, εκείνη όμως εκεί ακλόνητη. Ούτε λεπτό δεν έφευγε, της πήγαιναν οι διαδηλωτές νερό και σάντουιτς, νόμιζαν πως έδινε και εκείνη αγώνα, πως ήταν ακτιβίστρια.

Με την τουαλέτα όμως ήταν το πρόβλημα…. Αυτό ο κουλουράς δεν το είχε σκεφτεί, τι να έκανε; Να της φόραγε πάνα ακράτειας; Αδιάβροχο παντελόνι; Να στεκόταν  έτσι μέσα σε μια λεκάνη για ασφάλεια; Τελικά τα έκανε όλα μαζί για ασφάλεια και κάθε μέρα που περνούσε την έφερνε και πιο κοντά στο πολυπόθητο ρεκόρ.

Τώρα θα μου πείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά και που θέλω να καταλήξω, έχουν σχέση, πως δεν έχουν, έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιο τραγικά θύματα της Κρίσης και αυτό είναι ένας λόγος που το έργο της αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία. Γιατί το ανάλγητο κράτος για μία κόμη φορά στάθηκε ανίκανο να στηρίξει τις Τέχνες και τον Πολιτισμό και στο πρόσωπο της το μόνο που είδε ήταν μια ακόμα πηγή εσόδων.

Την χαρακτήρισαν Ακίνητο με υψηλή αντικειμενική λόγω Πλατείας Συντάγματος και της χρέωσαν ΕΝΦΙΑ αναδρομικά για όλες τις μέρες και τις νύχτες που είχε σταθεί εκεί ακίνητη δίπλα στον Τσολιά της. Δεν την ένοιαξε όμως, δεν πτοήθηκε, το μόνο που την ένοιαζε  ήταν να του αποδείξει πόσο τον αγαπούσε και η αγάπη της να γίνει γνωστή στα πέρατα της οικουμένης.

Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια, ξαφνικά ο τσολιάς μια μέρα έπεσε έτσι στα καλά καθούμενα! Τον έβλεπε η Μαρία να σωριάζεται μπροστά στα μάτια της και από την αγκύλωση τόσες μέρες ακίνητη δεν μπορούσε να τρέξει να τον βοηθήσει, τέτοιο δράμα! Σηκωτό τον πήρανε από την πλατεία και δεν ξαναφάνηκε. Άλλοι λένε πως τον μάτιασε άλλοι πως μπλέχτηκε η μύτη από το τσαρούχι του στο σκαλοπάτι, άλλοι πάλι πως το έκανε ψέματα για να γλιτώσει από εκείνη.

Μάταια τον περίμενε η Μαρία να επιστρέψει στη θέση του. Στο τέλος έβαλε τον κουλουρά να ρωτήσει τον φρούραρχο που είναι και εκείνος απάντησε πως είχε ζητήσει μετάθεση στα σύνορα. Όταν της το είπε, η Μαρία  είδε τα όνειρα της να γκρεμίζονται, λύγισε και μαζί της λύγισε και ο κουλουράς. Εκείνη γιατί έχασε τον έρωτα της και εκείνος γιατί έχασε τα χρήματα που του είχε υποσχεθεί. Λίγες μόνο μέρες έμεναν ακόμα για να κατακτήσει το ρεκόρ και αυτός είχε κάνει σχέδια για το τι θα έκανε μετά, πως θα ξόδευε τα χρήματα,  προσπάθησε να την πείσει να κάνει λίγη υπομονή αλλά για εκείνη δεν είχε νόημα πια.

Έφυγε από την πλατεία και δεν ξαναγύρισε. Τον πρώτο καιρό λένε πως την είδαν στα σύνορα να γυρνάει έξω από τα φυλάκια και τα στρατόπεδα για να βρει τον καλό της, μετά χάθηκε. Λένε πως εγκατέλειψε τη χώρα, πως δεν άντεχε τίποτα που να της θυμίζει Ελλάδα, τη χώρα που την πρόδωσε τόσο ερωτικά όσο και καλλιτεχνικά, τόσο ευαίσθητη ψυχή είναι η Μαρία η Πετρίδου.

Τώρα όμως επιστρέφει από το Βέλγιο όπου πια κατοικεί και εργάζεται ως επιμελήτρια στο μουσείο σύγχρονης τέχνης, στην πτέρυγα που είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική με ανορθόδοξα υλικά. Επιστρέφει με μια συγκλονιστική έκθεση σε χαρτί, σε χαρτοπετσέτα, το αγαπημένο της υλικό. Ήδη στο Βέλγιο κριτικοί τέχνης την αποθεώνουν και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και εδώ.

 Οι φήμες λένε πως από τότε δεν έχει μείνει ποτέ ξανά στην ίδια θέση για πάνω από πέντε λεπτά, ούτε καν στον ύπνο της, όλη τη μέρα και τη νύχτα γυρνάει μέσα στο μουσείο, δεν βγαίνει ποτέ έξω από αυτό. Οι γονείς της  την επισκέπτονται εκεί, δεν έρχεται με κανέναν άλλον σε επαφή από εδώ, μόνο στον κουλουρά στέλνει  μια χαρτοπετσέτα με μια καρδιά μια στο τόσο με ένα ταχυδρομικό περιστέρι σαν φόρο τιμής στον άνθρωπο που στάθηκε δίπλα της. Την τελευταία φορά του έστειλε κάτι πιο μεγάλο, όχι με περιστέρι  γιατί του έπεφτε βαρύ. Ένα της έργο φτιαγμένο για πρώτη φορά σε κανονικό τελάρο για να επισφραγίσει την ευγνωμοσύνη της  για εκείνον. Εκείνος βέβαια αμέσως έτρεξε να το πουλήσει, χωρίς να είναι σε θέση να εκτιμήσει τον θησαυρό που κράταγε στα χέρια του. Τον πήγε στο παζάρι στο Μοναστηράκι και κυριολεκτικά τον σκότωσε για λίγα ευρώ με τα οποία αγόρασε έναν καινούριο νταμπλά για τα κουλούρια του με ενισχυμένο αφρολέξ στο λουρί που κρέμεται από τον λαιμό του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Friday, November 6, 2020

Oδός Αργοναυτών 12

 Οδός Αργοναυτών 12



Ο Δημήτρης Κασαλίδης -Μήτσος για τους φίλους- είχε μόλις δύο χρόνια που είχε μετακομίσει στην Αργοναυτών 12. Το ενοίκιο μπορεί να ήταν λίγο τσιμπημένο για τις δυνατότητες του αλλά καμάρωνε που όταν τον ρώταγαν που μένει απαντούσε «στην Αργοναυτών», είχε ένα κύρος ο δρόμος, κουβάλαγε ένα βαρύ όνομα. Αντικειμενικά ήταν μικρό αλλά δεν τον ένοιαζε. Δυο δωμάτια όλα κι όλα. Ένα υπνοδωμάτιο που έμενε η μάνα του η κυρία Λαμπρινή και το σαλόνι. Εκεί κοιμόταν, στον καναπέ που άνοιγε και γινόταν ένα ωραιότατο κρεββάτι. Βαριόταν όμως κάθε βράδυ την ίδια ιστορία, βγάλε τα μαξιλάρια, πήγαινε το τραπεζάκι στην άκρη για να χωρέσει να βγει και να ανοίξει το κρεββάτι, στρώσε σεντόνι, φέρε μαξιλάρι και σκέπασμα από μέσα και το πρωί πάλι ξέστρωσε, δίπλωσε, πήγαινε τα μέσα, κλείσε τον καναπέ, βάλε τα μαξιλάρια, φέρε το τραπεζάκι στη θέση του. Πολύ κούραση. Έτσι κοιμόταν στον καναπέ, χωρίς να τον ανοίξει. Ξύπναγε πιασμένος βέβαια γιατί μπρούμυτα δεν μπορούσε να γυρίσει και κρυωμένος γιατί του έπεφτε το πάπλωμα που ήταν διπλό αλλά χαλάλι, τουλάχιστον γλίτωνε τη φασαρία. Η Κυρία Λαμπρινή η μάνα του έτσι κι αλλιώς στον καναπέ δεν καθόταν, ήταν μαλακά τα μαξιλάρια και βούλιαζε και δεν μπορούσε να σηκωθεί εύκολα μετά, μια φορά είχε μείνει εκεί δυο μέρες μέχρι να γυρίσει ο Μήτσος και να την τραβήξει. Από τότε δεν τον ξαναπλησίασε, είχε την πολυθρόνα της δίπλα, άδειος έμενε ο καναπές όλη τη μέρα.
Ο Μήτσος ξύπναγε στις 6:00 κάθε μέρα, η κυρία Λαμπρινή πιο νωρίς, γύρω στις 5.30, έβαζε τη μασέλα, τάιζε το καναρίνι, έφτιαχνε καφέ και τον ξύπναγε. «Σήκω αγόρι μου, πήγε 6 η ώρα» και ακουμπούσε τον βαρύ γλυκό στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ. Πάντα με φουσκάλες γιατί είχε παρατηρήσει ο Μήτσος πως τις μέρες που ο καφές δεν είχε φουσκάλες, όλα του πήγαιναν στραβά.
«Έλα βρε αγόρι μου, τυχαίο είναι, μην τα πιστεύεις αυτά.»
«Ρε Μάνα σου λέω είναι τσεκαρισμένο, τι θες να το ρισκάρω και να με βρει κανα κακό; Έτσι κι αλλιώς για εσένα δεν είναι τίποτα, έχεις ταλέντο στη φουσκάλα, όλοι το λένε.»
Αυτά της έλεγε και την έριχνε, η ψυχή της όμως το ήξερε τι πέρναγε γιατί δεν της πετύχαινε πάντα ο καφές όπως έπρεπε και ο χρόνος το πρωί ήταν περιορισμένος, έπρεπε να πετύχει με την πρώτη, άντε με την δεύτερη το πολύ, αλλιώς θα αργούσε το παιδί στη δουλειά του, δεν έφευγε χωρίς να πιεί τον καφέ. Και τι να έκανε η κυρία Λαμπρινή; Να ξύπναγε νωρίτερα για να έχει χρόνο για πολλές προσπάθειες δεν είχε νόημα γιατί αν πετύχαινε με την πρώτη, πώς θα τον έπινε; Παγωμένο; Ούτε να τον ξύπναγε νωρίτερα αν πετύχαινε με την πρώτη γινόταν. Τις είχε προσθέσει στη βραδινή της προσευχή τις φουσκάλες, μέχρι και τάμα είχε κάνει η καψερή. Αν συνέβαινε κάτι στο παιδί εξαιτίας της δεν θα το άντεχε, είχε μεγάλη ευθύνη. Της το είχε πει ο Μήτσος «Μάνα δεν θέλω να κουράζεσαι, μη σε νοιάζει καμμιά από τις δουλειές, δυο πράγματα θέλω μόνο από εσένα, τις φουσκάλες και τις σημαίες μου.»
Οι σημαίες. Η άλλη μεγάλη εμμονή του Μήτσου, η πολύτιμη συλλογή του.
«Δεν με νοιάζει ούτε τα ρούχα να είναι σιδερωμένα, ούτε το σπίτι αν έχει σκόνη ή αν έχει μαγειρεμένο φαγητό. Τις σημαίες θέλω να φροντίζεις, τις σημαίες και τις φουσκάλες!»
Είχε κυριευτεί από αυτό το πάθος ο Μήτσος. Καμάρωνε, ένιωθε ξεχωριστός. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί σε αυτόν τον τομέα, θεωρούσε την συλλογή του αξεπέραστη, μοναδική και όχι πως δεν ήταν. Όσοι ήξεραν και την είχαν δει το ίδιο έλεγαν. Δεν ήταν βέβαια πολλοί, μόνο στους πολύ δικούς του ανθρώπους είχε κάνει την τιμή να τους την παρουσιάσει. Γιατί δεν ήταν μόνο αυτές που έβγαζε στο μπαλκόνι και ήταν σε κοινή θέα, ήταν και οι άλλες που φύλαγε στην ντουλάπα. Τα ρούχα τα δικά του και της μάνας του τα είχε βγάλει και τα είχε βάλει σε βαλίτσες, δεν χώραγαν. Η ντουλάπα ανήκε στις σημαίες του, όπως και η καρδιά του.
Με την Κατερίνα είχε πλησιάσει πολύ στο σημείο να της χαρίσει την καρδιά του, έστω την μισή. Αλλά όλα καταστράφηκαν όταν αποφάσισε να της αποκαλύψει την συλλογή του. Περίμενε πως θα έκλαιγε στην αγκαλιά του από συγκίνηση, πως θα εκτιμούσε τον χαρακτήρα του ακόμα περισσότερο και ο έρωτας της για αυτόν θα εκτοξευόταν. Είχε πέσει έξω όμως. Εκείνη είχε στην αρχή μείνει με το στόμα ανοιχτό και μετά είχε γελάσει. Πολύ. Για την ακρίβεια είχε ξεκαρδιστεί. Στην αρχή νόμισε ο Μήτσος πως ήταν από την χαρά της, από το σοκ της ευχάριστης έκπληξης. Όταν όμως σοβάρεψε και του είπε «Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα» άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σιγουρεύτηκε όταν η Κατερίνα σηκώθηκε και έφυγε φωνάζοντας «Είχε δίκιο ο αδερφός μου που μου έλεγε πως δεν είσαι στα καλά σου.»
«Μη στενοχωριέσαι πασά μου, από τη ζήλια της τα είπε αυτά» του είχε πει η μάνα του αλλά δεν τον έπειθε. «Ποια ζήλια κυρά Λαμπρινή; Αφού αν παντρευόμασταν θα γινόντουσαν και δικές της οι σημαίες, για αυτό της τις έδειξα, για να ξέρει τι παίρνει.» «Θα βρεθεί αυτή που θα συναισθανθεί το μεγαλείο σου, μέχρι τότε μην ανησυχείς, είμαι εδώ εγώ για να τις φροντίζω» του είχε απαντήσει. Πράγματι δεν είχε περάσει μέρα που να μην κάνει αυτά που της είχε αναθέσει και δεν ήταν και λίγα, η συλλογή του από ελληνικές σημαίες μεγάλωνε συνέχεια. Στην δεξιά πλευρά της ντουλάπας ήταν οι υφασμάτινες, στα κάτω συρτάρια οι καλοκαιρινές και στα πάνω οι χειμωνιάτικες που ήθελαν κάθε τόσο πλύσιμο και σιδέρωμα και από πάνω οι αδιάβροχες γιατί όταν ήταν βροχερός ο καιρός αυτές έβγαζε στο μπαλκόνι. Μετά ήταν οι μάλλινες από τα πρόβατα που είχε κουρέψει ο θείος ο Τόλης στο χωριό που τον χειμώνα έπρεπε να μπουν στη ναφθαλίνη για να μην τις φάει ο σκώρος και οι πλεκτές με το βελονάκι από την μακαρίτισσα την γιαγιά του που ήθελαν προσοχή να μην κιτρινίσουν και να μην ξεχειλώσουν στο άπλωμα. Οι κεντημένες από την ίδια την μάνα του που τις έστρωναν στο Κυριακάτικο τραπέζι, οι χάρτινες που τις είχε πλαστικοποιήσει και ήθελαν ξεσκόνισμα, οι ξύλινες που έπρεπε να περνιούνται με ένα ειδικό λάδι για να γυαλίζουν, οι φουσκωτές που ήθελαν κάθε τόσο φούσκωμα για να ελέγχονται για καμμιά τρύπα. Όλα αυτά ήταν ευθύνη της κυρά Λαμπρινής, ο Μήτσος δεν προλάβαινε, έφευγε στις 6μιση το πρωί κάθε μέρα και πολλές φορές είχε και ταξίδια. Όταν ήταν εκεί έκανε εκείνος κάθε πρωί την έπαρση της σημαίας και αναλάμβανε η μάνα του την υποστολή αν αργούσε να γυρίσει.
Στην γειτονιά άλλοι τους καμάρωναν και άλλοι τους κορόιδευαν, μάλιστα κάποιοι είχαν κάνει και παράπονα πως αυτά είναι καραγκιοζιλίκια. Εχθρούς της πατρίδας τους έλεγε αυτούς ο Μήτσος, απάτριδες, είχαν φτάσει στο σημείο όταν στις εθνικές επετείους την ώρα της έπαρσης τραγούδαγε με την κυρά Λαμπρινή τον εθνικό ύμνο στο μπαλκόνι να φωνάξουν «Σκάσε ρε μαλάκα αξημέρωτα» και μια άλλη φορά να τους πετάξουν νερό από το διπλανά μπαλκόνια όλοι μαζί, συννενοημένα. Εκείνος όμως δεν είχε πτοηθεί ποτέ, λίγο εκεί με το συμβάν με το Κατερινάκι είχε κλονιστεί πως ίσως ήταν κάπως υπερβολικός αλλά το είχε ξεπεράσει γρήγορα και είχε πεισμώσει ακόμα πιο πολύ. Μέχρι και τους τοίχους του σπιτιού ήθελε να βάψει σαν την σημαία, αλλά τον σταμάτησε η μάνα του που παραπονιόταν πως το ριγέ θα την ζαλίζει και θα της φέρνει πονοκέφαλο.
Στο φορτηγάκι όμως που αποφάσιζε μόνος του, είχε παραγγείλει την ταπετσαρία που ήθελε. Μια ταπετσαρία σαν την σημαία, με ένα έντονο μπλε ελεκτρικ που καθόταν πάνω της και φούσκωνε από περηφάνια. Απ’έξω δεν φαινόταν αν και μια φορά που τον σταμάτησε η αστυνομία στην εθνική για έλεγχο του είπε ο ένας «
Μπράβο
ρε μάγκα, είσαι ωραίος». Όποιος έμπαινε μέσα, έμενε με το στόμα ανοιχτό. Και δεν έμπαιναν και λίγοι, κέντρο διερχομένων είχε γίνει το φορτηγάκι του. Για την ακρίβεια μεταναστών και προσφύγων, αυτοί μπαινόβγαιναν, αυτούς μετέφερε εδώ και τρία χρόνια. Ο φίλος του ο Γιώργης του είχε βάλει την ιδέα που ήδη το έκανε και έλεγε πως ήταν καλά τα λεφτά, έτσι ο Μήτσος έπεισε τη μάνα του να πουλήσει το χωράφι με τις ελιές στο χωριό και με τα λεφτά πήρε το φορτηγάκι, για αυτό και οι συχνές απουσίες του από την Αθήνα. Δεν τον πείραζαν τα ταξίδια, τα απολάμβανε, ούτε με τους μετανάστες είχε πρόβλημα, μάλιστα στην αποβίβαση στα σύνορα χάριζε στον καθένα τους και ένα σημαιάκι μικρό σαν αυτά που κρατάει ο κόσμος στις παρελάσεις και όταν έμπαιναν από ένα πακετάκι με υγρά μαντηλάκια απολύμανσης για να είναι σίγουρος πως θα ακουμπήσουν την ταπετσαρία-σημαία με καθαρά χέρια. Μια φορά μόνο είχε ξεφύγει η κατάσταση και είχε παραφερθεί που ένας τους ζαλίστηκε από τις στροφές και το στρίμωγμα και έκανε εμετούς πάνω στη σημαία. Τον κατέβασε και τον παράτησε στη μέση του πουθενά έτσι για τιμωρία που λέρωσε το ιερό σύμβολο. Κατά τα άλλα ήσυχα πράγματα και πολιτισμένα. Μέχρι και μουσική τους έβαζε, παραδοσιακά, κλαρίνα και καλαματιανά και κάποια εμβατήρια στρατιωτικά όταν είχε πολλά κέφια γιατί μπορεί να είχε τις παραξενιές του ο Μήτσος αλλά ήταν μεγάλη καρδιά και αυτό φαινόταν και στις τιμές του. Τρεις χιλιάδες ευρώ το κεφάλι χρέωνε και στους εύσωμους αντί να χρεώσει τα διπλά που πιάνανε διπλό χώρο, έβαζε μόνο 500 ευρώ αύξηση στην τιμή. Τέτοιος άνθρωπος ήταν!
Στην Μάνα του είχε πει πως μετέφερε καυσόξυλα τον χειμώνα και καρπούζια το καλοκαίρι για να δικαιολογήσει τα λεφτά που ήταν αρκετά. Όχι πάντα βέβαια, είχε μεγάλο ανταγωνισμό και πολλή κούραση για να κυνηγήσει τους πελάτες και να τους κλείσει αυτός πρώτα, είχε και περιόδους αναδουλειάς. Μέρος αυτού του πλεονάσματος λοιπόν από τα μαύρα χρήματα που δεν μπορούσε να εμφανίσει και να δικαιολογήσει, τα ξόδευε ενισχύοντας οικονομικά μια πατριωτική οργάνωση στην οποία είχε γίνει μέλος την ΠΑ.ΘΡΗ. από το Πατρίς-Θρησκεία που πάλευαν να προσδώσουν στην Ελλάδα την παλιά της αίγλη και να απαγορεύσουν σε ξένους σαν αυτούς που φόρτωνε σαν αποσκευές στο φορτηγάκι του να μπορούν να μπούνε και να παραμείνουν στα ιερά τους χώματα. Αναγνώριζε πως αυτά τα δύο δεν ταίριαζαν αλλά έδιωχνε αυτές τις σκέψεις γιατί έλεγε πως αν δεν ήταν αυτός να κάνει τη δουλειά, θα ήταν κάποιος άλλος στη θέση του, δεν ήταν ο μοναδικός, τόσοι το κάνανε, ακόμα και ξένοι, καλύτερα λοιπόν τα λεφτά να τα έπαιρνε Έλληνας για το καλό της πατρίδας παρά κανείς από δαύτους. Έτσι μονολογούσε και εξαφάνιζε όποια ενοχή τον επισκεπτόταν καμμιά φορά.
Έτσι ήταν στρωμένη η ζωή του Μήτσου και έτσι θα συνέχιζε αλλά τον μάτιασαν με αυτό το μάτι το κακό που θέλει τη συμφορά σου. Όλα ξεκίνησαν εκείνο το παγωμένο πρωινό της 25ης Μαρτίου που είχε χιονίσει και το είχε στρώσει μέχρι και εκεί που μένανε, στο κέντρο της Αθήνας. Όπως κάθε φορά που ήταν σπίτι, έστησε την κυρά Λαμπρινή δίπλα του για την έπαρση της σημαίας και για να τραγουδήσουν μαζί τον εθνικό ύμνο μέρα που ήταν. Εκείνη την ώρα πέρναγαν κάτι πιτσιρικάδες που παίζανε χιονοπόλεμο και έτσι όπως κυνηγιόντουσαν και πέταγαν με δύναμη τις χιονόμπαλες ο ένας στον άλλον, τους είδαν και αντί να σταθούν και αυτοί ακίνητοι και να τραγουδήσουν για την πατρίδα μαζί τους, πετάνε όλοι μαζί τις χιονόμπαλες πάνω τους. Δεν τον πείραξε τον Μήτσο που τις έφαγε στα μούτρα, δεν πτοήθηκε αλλά η μάνα του έτσι όπως της ήρθαν απότομα, ταράχτηκε, έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε. Συνέχισε να τραγουδάει όμως για να μην τον κακοκαρδίσει. Μετά όμως που την πήγε μέσα, άρχισε να βογκάει από τον πόνο, αδύνατον να το πατήσει το πόδι της. Έκανε μια προσπάθεια να πάει προς την κουζίνα μη φύγει το παιδί χωρίς καφέ με φουσκάλες αλλά ήταν αδύνατον. Της πήγε ο Μήτσος το καμινέτο στο τραπεζάκι μπροστά στην πολυθρόνα της για να του τον φτιάξει. Το απόγευμα που γύρισε, εκεί την βρήκε ακόμα καθισμένη, με πόνο αφόρητο, βήχα και πυρετό. Την φορτώνει στην πλάτη και την πάει κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Κάταγμα ισχίου και πνευμονία η κυρά Λαμπρινή, χειρότερα δεν θα μπορούσε να είναι. Μόνος του γύρισε σπίτι αργά τη νύχτα αφού την είχε τακτοποιήσει δίνοντας τα απαραίτητα φακελάκια όπου χρειαζόταν. Της είχε πάρει και αποκλειστική, μια Βουλγάρα, τον στενοχώρησε βέβαια που δεν ήταν Ελληνίδα αλλά τι να έκανε; Ήταν πιο φτηνή. Στην ΠΑ.ΘΡΗ. βέβαια ένας από τους κανόνες ήταν να μην προσλαμβάνουν ξένους που παίρνουν δουλειές από Έλληνες αλλά όταν δεν γινόταν αλλιώς κάνανε τα στραβά μάτια. Μαζί της στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να μείνει, είχε ταξίδι. Στις 5 τα ξημερώματα θα φόρτωνε καμμιά δεκαριά από Πλ. Βικτωρίας και θα τους πήγαινε στα σύνορα. Δεν γινόταν να το ακυρώσει, ειδικά τώρα, θα χρειαζόταν τα λεφτά για τα ιατρικά έξοδα. Μάλιστα σκεφτόταν να τους χρεώσει και κάτι παραπάνω, μπορεί να μην ήταν στη συμφωνία αλλά αναγκαστικά θα του τα έδιναν, δεν μπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά.
Αγχωμένος ξεκίνησε γιατί ελληνικό με φουσκάλες δεν ήπιε, προσπάθησε δυο φορές να κάνει μόνος του αλλά την πρώτη φούσκωσε και χύθηκε και τη δεύτερη δεν βγήκε καιμάκι, εκνευρίστηκε και τον πέταξε στον νεροχύτη. Ούτε την έπαρση της σημαίας δεν μπόρεσε να κάνει γιατί χάλασαν τα ρολά και δεν ανέβαιναν, είχε καιρό που σκάλωναν αλλά όλο αμελούσε να τα διορθώσει. Με κακό προαίσθημα βγήκε από το σπίτι, τίποτα καλό δεν προμήνυαν όλα αυτά. Σκέφτηκε μήπως έκανε ένα γρήγορο πέρασμα από το νοσοκομείο για να τον ξεματιάσει η κυρά Λαμπρινή αλλά ντράπηκε τους άλλους στον θάλαμο έτσι πήγε κατευθείαν στην Πλατεία Βικτωρίας για να παραλάβει. Και εκεί η κακοτυχία όμως συνεχίστηκε, έτσι όπως περίμενε τους πελάτες στο στενό, εμφανίζεται η τροχαία και του κόβει κλήση για παράνομη στάθμευση. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ακυρώσει το ταξίδι, δεν ήταν καλά τα σημάδια, άσε που πάντα νύχτα το έκανε αλλά αυτή τη φορά με την μάνα του στο νοσοκομείο είπε να το κάνει το δρομολόγιο πρωινό. Τελοσπάντων πήρε βαθιά ανάσα, σταυροκοπήθηκε, έφτυσε στον κόρφο του τρεις φορές και ξεκίνησαν.
Στην αρχή όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά, ήσυχο ήταν «το εμπόρευμα», είχαν κοιμηθεί οι περισσότεροι και ο ίδιος κάτι ο ήλιος, κάτι ένα κοριτσάκι που του έβαλε καρδούλα στην καινούρια φωτογραφία προφίλ του στο facebook, σαν να αναθάρρησε και να ξαναβρήκε το κέφι του. Πήρε και στο νοσοκομείο τηλέφωνο, καλά ήταν η μάνα του, σταθερή η κατάσταση της και το κοριτσάκι έβαλε καρδούλα και σε άλλο του ποστ, όλα καλά θα πηγαίνανε, το βράδυ θα ήταν σπίτι του και το πρωί πριν πάει στο νοσοκομείο θα έφτιαχνε τα ρολά για να κάνει την έπαρση της σημαίας, ένιωθε αισιόδοξος, δυνάμωσε τη μουσική και άρχισε και αυτός να τραγουδάει το «Της Ελλάδος παιδιά». Ο δρόμος ήταν ανοιχτός, ξεχάστηκε και πάτησε γκάζι, βιαζόταν να τελειώνει γρήγορα το ταξίδι και τρίτη καρδούλα το κοριτσάκι σε φωτογραφία του, θα της έστελνε μήνυμα, είχε ξεσηκωθεί, να φτάσει γρήγορα να της γράψει και τι να της γράψει όμως; Έπρεπε να συγκεντρωθεί να βρει κάτι καλό, κάτι που να είναι συγχρόνως έξυπνο και αστείο και να δείχνει και τον δυναμισμό του και την γοητεία του αλλά όλα αυτά έπρεπε να φτάσει για να ηρεμήσει και να τα σκεφτεί. Βιαζόταν, πάτησε και άλλο το γκάζι, ένας από πίσω του είπε «Κύριος, πιο σιγκά» και εκείνος του απάντησε «Άμα δεν σου αρέσει, κατέβα», δεν χάλαγε για κανέναν το κέφι του τώρα που μετά από τόσες αναποδιές είχε φτιάξει. Αλλά οι αστυνομικοί που ήταν μισοκρυμένοι στην άκρη του δρόμου είχαν επίσης κέφια. Δεν τους πήρε είδηση ο Μήτσος παρόλο που είχε έμπειρο και πονηρό μάτι, είχε παρασυρθεί τόσο πολύ από τη μουσική που εκείνη τη στιγμή έπαιζε το «Δεν παραχαράσσεται η Ιστορία» σε διασκευή ραπ που κατάλαβε τι γίνεται μόνο όταν είδε πίσω του το περιπολικό με αναμμένο τον φάρο και την σειρήνα να του κάνει σήμα να σταματήσει στην άκρη του δρόμου. Κάτι τέτοιο φυσικά ήταν αδύνατον, τι θα τους έκανε τους από πίσω; Αυτοί όταν βλέπουν βανάκι κλειστό πίσω, σε βάζουν να το ανοίξεις, τι να έκανε; Να τους κατάπινε; Οπότε ανέπτυξε ταχύτητα μήπως και καταφέρει να τους ξεφύγει. Φώναξε ένα «κρατηθείτε μάγκες» και τέρμα το γκάζι και δώστου οι προσπεράσεις και οι ελιγμοί, σαν ήρωας σε ταινία με καταδίωξη ένιωθε. Θα τα κατάφερνε, θα είχε μετά να το διηγείται στο κοριτσάκι στο φέισμπουκ και στην ΠΑ.ΘΡΗ. και θα καμάρωνε, θα τα κατάφερνε. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο, στην αρχή δεν έδωσε σημασία, αυτό συνέχιζε όμως οπότε έριξε μια κλεφτή ματιά να δει ποιο ήταν το νούμερο που επέμενε. Από το νοσοκομείο ήταν, ταράχτηκε. Αν μπορούσε να μιλήσει θα είχε ταραχτεί περισσότερο γιατί θα μάθαινε πως η μάνα του η κυρά Λαμπρινή δεν τα κατάφερε. Άρχισε να ανησυχεί όμως και έχασε την συγκέντρωση του στον δρόμο. Δεν υπολόγισε πόσο μεγάλη ήταν η στροφή. Τελευταίο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του ήταν οι σημαίες του και εκείνα τα χαλασμένα ρολά στο σπίτι και μετά κενό. Δεν άνοιξε ο αερόσακος. Οι άνθρωποι πίσω στάθηκαν πιο τυχεροί, γλίτωσαν με τραυματισμούς μόνο, έτσι όπως ήταν στριμωγμένοι ασφυκτικά σώθηκαν γιατί τα σώματα τους λειτούργησαν προστατευτικά το ένα για το άλλο. Εκείνον όμως τον έβγαλαν νεκρό. Έμειναν μόνο τα αίματα πάνω στην ταπετσαρία με την γαλανόλευκη.
Συγγενείς άλλους δεν είχε, μόνο κάτι ξαδέρφια που είχανε κόψει τα πάρε δώσε εδώ και χρόνια. Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος μετά την διπλή κηδεία φώναξε ένα συνεργείο να καθαρίσει το σπίτι, τους είπε αν ήθελαν κάτι να το κρατήσουν και τα άλλα να τα πέταγαν. Κράτησαν ένα σκρίνιο παλιό, κάτι σερβίτσια, έναν ξύλινο σκαλιστό καθρέφτη και τα άλλα στην καρότσα για πέταμα. Μαζί και οι σημαίες. Στα σκουπίδια. Τις βρήκε ένας πλανόδιος και τις έστρωσε μαζί με την υπόλοιπη πραμάτεια του στην Πατησίων, δεν πούλησε τίποτα και τις παράτησε στην άκρη του δρόμου. Το ίδιο βράδυ τις έκαψαν σε ένα βαρέλι για να ζεσταθούν οι άστεγοι στο παρκάκι πιο κάτω.
Τίποτα δεν έμεινε από τον Μήτσο. Ακόμα και στο ΠΑ.ΘΡΗ. κατέβασαν την φωτογραφία του από τα γραφεία τους και ξέχασαν το όνομα του. «Έχει γούστο εξαιτίας του μαλάκα να μπλέξουμε», ήταν το τελευταίο που ακούστηκε για εκείνον.
Χριστίνα Σαμπανίκου
(photo αρχείου της Βαρβάρας Κεχαγιά από την παράσταση "Γύρισε Πίσω")

ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ;

                                                      ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ   Είμαι μια από τις γυναίκες που επώνυμα προέβησαν σε καταγγελία κατά τ...