Tuesday, November 17, 2020

Mαρία Πετρίδου

 


H Μαρία Πετρίδου ξεκίνησε να ζωγραφίζει από μωρό, σχεδόν μέσα από την κούνια. Το πρώτο υλικό που χρησιμοποίησε ήταν η μύξα, ναι η μύξα. Δεν τις κόλλαγε απλά στον τοίχο όπως κάνουν όλα τα παιδιά, έκανε κάτι περίεργα σχήματα που πρώτος ο πατέρας της ο κύριος Αναξίμανδρος τα παρατήρησε και δεν άφηνε τη μητέρα της να καθαρίσει τον τοίχο.

 Όταν έκανε τα πρώτα της βήματα, της πήρε όλων των ειδών τους μαρκαδόρους και τις μπογιές μέχρι και κάρβουνο, που έγινε η αγαπημένη τεχνοτροπία του μικρού παιδιού-θαύμα. Με ένα κάρβουνο στο χέρι γύρναγε όλη μέρα, μαύρα όλα στο σπίτι, τοίχοι, πατώματα, μπάνια, την άφηναν όμως, ο κύριος Αναξίμανδρος ήταν απόλυτος σε αυτό, δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να καταπνίξουν την δημιουργικότητα και την φαντασία του παιδιού. Το κατάπιε η κυρία Λόλα η μητέρα της, σκέφτηκε πως θα πάει σχολείο και θα το ξεπεράσει και εκεί τα ίδια όμως. Kάθε λίγο τη φώναζε η δασκάλα να της κάνει παράπονα πως δεν πρόσεχε στο μάθημα και όλη την ώρα ήταν με το κάρβουνο στο χέρι, μαύρα όλα τα τετράδια, το θρανίο, τα χέρια της, κανείς δεν ήθελε να κάθεται δίπλα της. Μπορεί είπε, να χρειάζεται ψυχολόγο. Αυτό την καταρράκωσε την κυρία Λόλα, τέτοια προσβολή δεν μπορούσε να την καταπιεί, το βλαστάρι της ψυχολόγο; Γύρισε σπίτι σε κακή κατάσταση και εκεί την περίμενε κάτι χειρότερο. Η μικρή Μαρία ζωγράφιζε τη γιαγιά που είχε άνοια, με το κάρβουνο. Ακίνητη η γιαγιά και μαύρη, τρεις ώρες την έτριβε μέσα στη μπανιέρα για να την καθαρίσει. Όταν τέλειωσε, άνοιξε απότομα την πόρτα του δωματίου της μικρής και έβγαλε μια κραυγή που της πάγωσε το αίμα «Όχι άλλο κάρβουνο» και τα μάζεψε όλα, τίποτα δεν άφησε, όλα στα σκουπίδια. Μάταια προσπαθούσε να τη μεταπείσει ο πατέρας, να της δώσει να καταλάβει πως έτσι σκότωνε το χάρισμα της μοναχοκόρης τους. Εκείνη ανένδοτη, «ή τα κάρβουνα ή εγώ!».

 Αυτό ήταν, πέρασε το δικό της και η μικρή δεν ξαναέπιασε κάρβουνο στα χέρια της, παράτησε εντελώς τη ζωγραφική ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Εκείνη όμως στα κρυφά συνέχιζε να ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας το υλικό που έμελλε να την κάνει διάσημη, τις χαρτοπετσέτες. Όλο της το χαρτζιλίκι εκεί το έδινε και αργότερα εργαζόμενη πια όλος της ο μισθός εκεί πήγαινε, στις χαρτοπετσέτες.

Φυσικά θα αναρωτιέστε γιατί; Γιατί χαρτοπετσέτα; Για να τις κρύβει, για αυτό. Έτσι και εκείνη διατηρούσε το πάθος της για την ζωγραφική και η μητέρα της νόμιζε πως το κορίτσι της είχε πάρει τον ίσιο δρόμο.

Όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι την ώρα που η κρίση χτύπησε και το δικό τους σπίτι.

Ο πατέρας συνταξιοδοτήθηκε και η μαμά έπαθε ρευματοειδή αρθρίτιδα που την ανάγκασε να βάλει λουκέτο στο κομμωτήριο που διατηρούσε. Η Μαρία δυστυχώς δεν μπόρεσε να γίνει κάτι περισσότερο από βοηθός πιστολάκι, ήταν αδύνατο να το κρατήσει μόνη της, έτσι σε λίγο η οικογένεια δεν είχε λεφτά ούτε για χαρτοπετσέτες.

 Η Μαρία απελπίστηκε, πήρε την κούτα που τις έκρυβε και βγήκε στον δρόμο με προορισμό το Σύνταγμα γιατί μπορεί να ήταν ρομαντική αλλά ήταν και δυναμική, δεν το έβαζε κάτω, θα κέρδιζε εκείνη λεφτά για την οικογένεια της. Θα θυσίαζε τα μικρά της αριστουργήματα,  πουλώντας τις χαρτοπετσέτες  της στους τουρίστες.

 Ένα εμπόδιο υπήρχε μόνο  και δεν ήξερε πώς να το ξεπεράσει. Τα περιστέρια που τα έτρεμε και η μοίρα της έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Εκείνη την πρώτη  μέρα της στην πλατεία είχε αλείψει τα μαλλιά της με σησαμέλαιο που τα κάνει λαμπερά για να τραβήξει τα βλέμματα αλλά έτσι όπως στήθηκε περήφανη και αγέρωχη όλα τα περιστέρια της πλατείας πήγαν και κάθισαν πάνω στο κεφάλι της. Τα ουρλιαχτά της ξύπνησαν μέχρι και τον κόσμο στα ξενοδοχεία που ακόμη κοιμόταν, κανείς δεν ήταν ακόμη εκεί, παρά μόνο ο κουλουράς της πλατείας που έμελλε να γίνει ο φύλακας άγγελος της. Εκείνος την έσωσε, θυσιάζοντας τους λουκουμάδες του που τους πέταξε πιο πέρα για να φύγουν τα περιστέρια από πάνω της. Στη Μαρία είδε την κόρη που ποτέ δεν απέκτησε, μπορεί να μην ήταν σε θέση να εκτιμήσει το ταλέντο της αλλά εκτίμησε το φιλότιμο της και την πήρε υπό την προστασία του.

Οι μέρες πέρναγαν όμως και χαρτοπετσέτες δεν αγόραζε κανείς παρά μόνο κάποιοι που θέλανε να καθαρίσουν καμιά κουτσουλιά που είχε πέσει πάνω τους. Άρχισε να απελπίζεται η φτωχή ζωγράφος και πάνω που ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, τον είδε να στέκει αγέρωχος και να την κοιτάζει με συμπόνια.

Τον τσολιά! Και ο έρωτας της χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα. Αυτό ήταν, δεν την ένοιαζε τίποτα πια, ούτε η φτώχια, ούτε οι κακουχίες, ούτε καν η ορθοστατική υπόταση που την ταλαιπωρούσε, το μόνο που ήθελε ήταν να τον κοιτάει, να τον καμαρώνει, να αφοσιωθεί σε αυτόν, τελευταία στιγμή πρόλαβε ο κουλουράς και τη σταμάτησε που ετοιμαζόταν να χαρίσει όλες τις χαρτοπετσέτες της σε έναν περαστικό με συνάχι για να μην έχει τίποτα πια να της αποσπά την προσοχή από την εικόνα του τσολιά της. Μόνο εκείνος είχε σημασία πια, ήθελε να ζωγραφίζει μόνο εκείνον αλλά ήταν ψηλός και δεν χώραγε στην χαρτοπετσέτα το ανάστημα του.

Έπρεπε να πάρει κουζινόχαρτο, αλλά έβγαινε πιο ακριβό. Πάλι ο φύλακας άγγελος της ήταν εκεί για τη Μαρία. Κάθε πρωί, μαζί με το κουλούρι, της έκανε δώρο ένα ρολό κουζινόχαρτο Γίγας, για να μπορεί να ζωγραφίζει μέχρι να δύσει ο ήλιος τον αγαπημένο της χωρίς να ξεμένει.

Και αυτό έκανε όλη μέρα, έγραφε και ένα HELLAS από κάτω και τον χάριζε. Δεν την ένοιαζαν πια τα λεφτά. Ήθελε μόνο να τον κάνει γνωστό παντού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη να τον δουν όλοι με τα δικά της μάτια.  Τίποτα όμως. Ούτε σαν δώρο δεν έπαιρναν τα κουζινόχαρτα  και όσοι τα έπαιρναν τα τσαλάκωναν και τα πέταγαν στον κάδο. Τα παράτησε λοιπόν και απλά πήγαινε και στεκόταν και τον κοιτούσε. Χάρηκε και ο κουλουράς γιατί όσο να’ναι ήταν ασύμφορο οικονομικά τόσο κουζινόχαρτο άσε που της έκανε καταγγελία και μια οικολογική οργάνωση γιατί λέει ξόδευε χωρίς λόγο το χαρτί και έτσι κατέστρεφε τα δάση του Αμαζονίου. Ποιός; Η Μαρία που δεν έτρωγε ούτε χόρτα βραστά από τη στεναχώρια της που τα ξερίζωναν, που φύτευε φακές στο βαμβάκι και έκλαιγε μετά στο μαγείρεμα γιατί τις είχε αγαπήσει.

Τόσο ευαίσθητο πλάσμα ήταν, για αυτό και το έργο της απέκτησε τέτοια μυθική διάσταση.

 Αχ! Εκεί ακίνητο στεκόταν το πουλάκι μου, ούτε βλέφαρο δεν πετάριζε, τόσο που μια παρέα κινέζων την πέρασε για κρεμάστρα και άφησε πάνω της τα παλτά για να φωτογραφηθεί και της έδωσαν και 5 ευρώ. Ο κουλουράς που το είδε χάρηκε, της είπε «άντε τουλάχιστον να βγάλεις κανά φράγκο έτσι που ξεροσταλιάζεις κάθε μέρα» και μάλιστα παρότρυνε τον κόσμο να αφήνει πάνω της τα μπουφάν και τις ζακέτες, μετά που καλοκαίριασε έφτιαξε μια μεγάλη ομπρέλα που κρατιόταν με λάστιχο στο κεφάλι για να κάνει σκιά σε όποιον χάζευε την αλλαγή φρουράς και να της αφήνει κάτι σαν φιλοδώρημα.

Και τότε του ήρθε μια ιδέα που παρόμοια της δεν είχε σκεφτεί ποτέ ανθρώπινος νους, γιατί μπορεί να ήταν ένας απλός άνθρωπος του μόχθου αλλά πάντα έψαχνε εκείνη την ευκαιρία που θα τον απογείωνε σε καινοτόμο enterpreuner.  Να την βάλει να σπάσει το ρεκόρ ακινησίας, να μείνει ακίνητη για όσο πιο πολύ μπορούσε για χάρη του Έρωτα και έτσι να έμπαινε στα Ρεκόρ Γκίνες που είχαν χρηματικό έπαθλο. Μάλιστα την έβαλε να του υπογράψει πως αν κέρδιζε το ποσό θα του έδινε και εκείνου τα μισά. Το έκανε η Μαρία, δεν δείλιασε, όχι για τα λεφτά, αυτά είπαμε δεν την ένοιαζαν, αλλά για να πείσει τον Τσολιά πως ήταν η γυναίκα της ζωής του.

Μάταια οι γονείς της προσπαθούσαν να την πείσουν πως έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή της, γιατί έπεσαν και οι μεγάλες οι συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα τότε και το δόλιο το κορίτσι ανέπνεε τόνους χημικά και δακρυγόνα, αλλά και για αυτό είχε την λύση ο κουλουράς, της φόραγε μια αντιασφυξιογόνα μάσκα για να αντέχει, μέχρι και ο Τσολιάς αποχωρούσε, εκείνη όμως εκεί ακλόνητη. Ούτε λεπτό δεν έφευγε, της πήγαιναν οι διαδηλωτές νερό και σάντουιτς, νόμιζαν πως έδινε και εκείνη αγώνα, πως ήταν ακτιβίστρια.

Με την τουαλέτα όμως ήταν το πρόβλημα…. Αυτό ο κουλουράς δεν το είχε σκεφτεί, τι να έκανε; Να της φόραγε πάνα ακράτειας; Αδιάβροχο παντελόνι; Να στεκόταν  έτσι μέσα σε μια λεκάνη για ασφάλεια; Τελικά τα έκανε όλα μαζί για ασφάλεια και κάθε μέρα που περνούσε την έφερνε και πιο κοντά στο πολυπόθητο ρεκόρ.

Τώρα θα μου πείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά και που θέλω να καταλήξω, έχουν σχέση, πως δεν έχουν, έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιο τραγικά θύματα της Κρίσης και αυτό είναι ένας λόγος που το έργο της αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία. Γιατί το ανάλγητο κράτος για μία κόμη φορά στάθηκε ανίκανο να στηρίξει τις Τέχνες και τον Πολιτισμό και στο πρόσωπο της το μόνο που είδε ήταν μια ακόμα πηγή εσόδων.

Την χαρακτήρισαν Ακίνητο με υψηλή αντικειμενική λόγω Πλατείας Συντάγματος και της χρέωσαν ΕΝΦΙΑ αναδρομικά για όλες τις μέρες και τις νύχτες που είχε σταθεί εκεί ακίνητη δίπλα στον Τσολιά της. Δεν την ένοιαξε όμως, δεν πτοήθηκε, το μόνο που την ένοιαζε  ήταν να του αποδείξει πόσο τον αγαπούσε και η αγάπη της να γίνει γνωστή στα πέρατα της οικουμένης.

Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια, ξαφνικά ο τσολιάς μια μέρα έπεσε έτσι στα καλά καθούμενα! Τον έβλεπε η Μαρία να σωριάζεται μπροστά στα μάτια της και από την αγκύλωση τόσες μέρες ακίνητη δεν μπορούσε να τρέξει να τον βοηθήσει, τέτοιο δράμα! Σηκωτό τον πήρανε από την πλατεία και δεν ξαναφάνηκε. Άλλοι λένε πως τον μάτιασε άλλοι πως μπλέχτηκε η μύτη από το τσαρούχι του στο σκαλοπάτι, άλλοι πάλι πως το έκανε ψέματα για να γλιτώσει από εκείνη.

Μάταια τον περίμενε η Μαρία να επιστρέψει στη θέση του. Στο τέλος έβαλε τον κουλουρά να ρωτήσει τον φρούραρχο που είναι και εκείνος απάντησε πως είχε ζητήσει μετάθεση στα σύνορα. Όταν της το είπε, η Μαρία  είδε τα όνειρα της να γκρεμίζονται, λύγισε και μαζί της λύγισε και ο κουλουράς. Εκείνη γιατί έχασε τον έρωτα της και εκείνος γιατί έχασε τα χρήματα που του είχε υποσχεθεί. Λίγες μόνο μέρες έμεναν ακόμα για να κατακτήσει το ρεκόρ και αυτός είχε κάνει σχέδια για το τι θα έκανε μετά, πως θα ξόδευε τα χρήματα,  προσπάθησε να την πείσει να κάνει λίγη υπομονή αλλά για εκείνη δεν είχε νόημα πια.

Έφυγε από την πλατεία και δεν ξαναγύρισε. Τον πρώτο καιρό λένε πως την είδαν στα σύνορα να γυρνάει έξω από τα φυλάκια και τα στρατόπεδα για να βρει τον καλό της, μετά χάθηκε. Λένε πως εγκατέλειψε τη χώρα, πως δεν άντεχε τίποτα που να της θυμίζει Ελλάδα, τη χώρα που την πρόδωσε τόσο ερωτικά όσο και καλλιτεχνικά, τόσο ευαίσθητη ψυχή είναι η Μαρία η Πετρίδου.

Τώρα όμως επιστρέφει από το Βέλγιο όπου πια κατοικεί και εργάζεται ως επιμελήτρια στο μουσείο σύγχρονης τέχνης, στην πτέρυγα που είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική με ανορθόδοξα υλικά. Επιστρέφει με μια συγκλονιστική έκθεση σε χαρτί, σε χαρτοπετσέτα, το αγαπημένο της υλικό. Ήδη στο Βέλγιο κριτικοί τέχνης την αποθεώνουν και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και εδώ.

 Οι φήμες λένε πως από τότε δεν έχει μείνει ποτέ ξανά στην ίδια θέση για πάνω από πέντε λεπτά, ούτε καν στον ύπνο της, όλη τη μέρα και τη νύχτα γυρνάει μέσα στο μουσείο, δεν βγαίνει ποτέ έξω από αυτό. Οι γονείς της  την επισκέπτονται εκεί, δεν έρχεται με κανέναν άλλον σε επαφή από εδώ, μόνο στον κουλουρά στέλνει  μια χαρτοπετσέτα με μια καρδιά μια στο τόσο με ένα ταχυδρομικό περιστέρι σαν φόρο τιμής στον άνθρωπο που στάθηκε δίπλα της. Την τελευταία φορά του έστειλε κάτι πιο μεγάλο, όχι με περιστέρι  γιατί του έπεφτε βαρύ. Ένα της έργο φτιαγμένο για πρώτη φορά σε κανονικό τελάρο για να επισφραγίσει την ευγνωμοσύνη της  για εκείνον. Εκείνος βέβαια αμέσως έτρεξε να το πουλήσει, χωρίς να είναι σε θέση να εκτιμήσει τον θησαυρό που κράταγε στα χέρια του. Τον πήγε στο παζάρι στο Μοναστηράκι και κυριολεκτικά τον σκότωσε για λίγα ευρώ με τα οποία αγόρασε έναν καινούριο νταμπλά για τα κουλούρια του με ενισχυμένο αφρολέξ στο λουρί που κρέμεται από τον λαιμό του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1 comment:

ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ;

                                                      ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ   Είμαι μια από τις γυναίκες που επώνυμα προέβησαν σε καταγγελία κατά τ...