Friday, November 6, 2020

Oδός Αργοναυτών 12

 Οδός Αργοναυτών 12



Ο Δημήτρης Κασαλίδης -Μήτσος για τους φίλους- είχε μόλις δύο χρόνια που είχε μετακομίσει στην Αργοναυτών 12. Το ενοίκιο μπορεί να ήταν λίγο τσιμπημένο για τις δυνατότητες του αλλά καμάρωνε που όταν τον ρώταγαν που μένει απαντούσε «στην Αργοναυτών», είχε ένα κύρος ο δρόμος, κουβάλαγε ένα βαρύ όνομα. Αντικειμενικά ήταν μικρό αλλά δεν τον ένοιαζε. Δυο δωμάτια όλα κι όλα. Ένα υπνοδωμάτιο που έμενε η μάνα του η κυρία Λαμπρινή και το σαλόνι. Εκεί κοιμόταν, στον καναπέ που άνοιγε και γινόταν ένα ωραιότατο κρεββάτι. Βαριόταν όμως κάθε βράδυ την ίδια ιστορία, βγάλε τα μαξιλάρια, πήγαινε το τραπεζάκι στην άκρη για να χωρέσει να βγει και να ανοίξει το κρεββάτι, στρώσε σεντόνι, φέρε μαξιλάρι και σκέπασμα από μέσα και το πρωί πάλι ξέστρωσε, δίπλωσε, πήγαινε τα μέσα, κλείσε τον καναπέ, βάλε τα μαξιλάρια, φέρε το τραπεζάκι στη θέση του. Πολύ κούραση. Έτσι κοιμόταν στον καναπέ, χωρίς να τον ανοίξει. Ξύπναγε πιασμένος βέβαια γιατί μπρούμυτα δεν μπορούσε να γυρίσει και κρυωμένος γιατί του έπεφτε το πάπλωμα που ήταν διπλό αλλά χαλάλι, τουλάχιστον γλίτωνε τη φασαρία. Η Κυρία Λαμπρινή η μάνα του έτσι κι αλλιώς στον καναπέ δεν καθόταν, ήταν μαλακά τα μαξιλάρια και βούλιαζε και δεν μπορούσε να σηκωθεί εύκολα μετά, μια φορά είχε μείνει εκεί δυο μέρες μέχρι να γυρίσει ο Μήτσος και να την τραβήξει. Από τότε δεν τον ξαναπλησίασε, είχε την πολυθρόνα της δίπλα, άδειος έμενε ο καναπές όλη τη μέρα.
Ο Μήτσος ξύπναγε στις 6:00 κάθε μέρα, η κυρία Λαμπρινή πιο νωρίς, γύρω στις 5.30, έβαζε τη μασέλα, τάιζε το καναρίνι, έφτιαχνε καφέ και τον ξύπναγε. «Σήκω αγόρι μου, πήγε 6 η ώρα» και ακουμπούσε τον βαρύ γλυκό στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ. Πάντα με φουσκάλες γιατί είχε παρατηρήσει ο Μήτσος πως τις μέρες που ο καφές δεν είχε φουσκάλες, όλα του πήγαιναν στραβά.
«Έλα βρε αγόρι μου, τυχαίο είναι, μην τα πιστεύεις αυτά.»
«Ρε Μάνα σου λέω είναι τσεκαρισμένο, τι θες να το ρισκάρω και να με βρει κανα κακό; Έτσι κι αλλιώς για εσένα δεν είναι τίποτα, έχεις ταλέντο στη φουσκάλα, όλοι το λένε.»
Αυτά της έλεγε και την έριχνε, η ψυχή της όμως το ήξερε τι πέρναγε γιατί δεν της πετύχαινε πάντα ο καφές όπως έπρεπε και ο χρόνος το πρωί ήταν περιορισμένος, έπρεπε να πετύχει με την πρώτη, άντε με την δεύτερη το πολύ, αλλιώς θα αργούσε το παιδί στη δουλειά του, δεν έφευγε χωρίς να πιεί τον καφέ. Και τι να έκανε η κυρία Λαμπρινή; Να ξύπναγε νωρίτερα για να έχει χρόνο για πολλές προσπάθειες δεν είχε νόημα γιατί αν πετύχαινε με την πρώτη, πώς θα τον έπινε; Παγωμένο; Ούτε να τον ξύπναγε νωρίτερα αν πετύχαινε με την πρώτη γινόταν. Τις είχε προσθέσει στη βραδινή της προσευχή τις φουσκάλες, μέχρι και τάμα είχε κάνει η καψερή. Αν συνέβαινε κάτι στο παιδί εξαιτίας της δεν θα το άντεχε, είχε μεγάλη ευθύνη. Της το είχε πει ο Μήτσος «Μάνα δεν θέλω να κουράζεσαι, μη σε νοιάζει καμμιά από τις δουλειές, δυο πράγματα θέλω μόνο από εσένα, τις φουσκάλες και τις σημαίες μου.»
Οι σημαίες. Η άλλη μεγάλη εμμονή του Μήτσου, η πολύτιμη συλλογή του.
«Δεν με νοιάζει ούτε τα ρούχα να είναι σιδερωμένα, ούτε το σπίτι αν έχει σκόνη ή αν έχει μαγειρεμένο φαγητό. Τις σημαίες θέλω να φροντίζεις, τις σημαίες και τις φουσκάλες!»
Είχε κυριευτεί από αυτό το πάθος ο Μήτσος. Καμάρωνε, ένιωθε ξεχωριστός. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί σε αυτόν τον τομέα, θεωρούσε την συλλογή του αξεπέραστη, μοναδική και όχι πως δεν ήταν. Όσοι ήξεραν και την είχαν δει το ίδιο έλεγαν. Δεν ήταν βέβαια πολλοί, μόνο στους πολύ δικούς του ανθρώπους είχε κάνει την τιμή να τους την παρουσιάσει. Γιατί δεν ήταν μόνο αυτές που έβγαζε στο μπαλκόνι και ήταν σε κοινή θέα, ήταν και οι άλλες που φύλαγε στην ντουλάπα. Τα ρούχα τα δικά του και της μάνας του τα είχε βγάλει και τα είχε βάλει σε βαλίτσες, δεν χώραγαν. Η ντουλάπα ανήκε στις σημαίες του, όπως και η καρδιά του.
Με την Κατερίνα είχε πλησιάσει πολύ στο σημείο να της χαρίσει την καρδιά του, έστω την μισή. Αλλά όλα καταστράφηκαν όταν αποφάσισε να της αποκαλύψει την συλλογή του. Περίμενε πως θα έκλαιγε στην αγκαλιά του από συγκίνηση, πως θα εκτιμούσε τον χαρακτήρα του ακόμα περισσότερο και ο έρωτας της για αυτόν θα εκτοξευόταν. Είχε πέσει έξω όμως. Εκείνη είχε στην αρχή μείνει με το στόμα ανοιχτό και μετά είχε γελάσει. Πολύ. Για την ακρίβεια είχε ξεκαρδιστεί. Στην αρχή νόμισε ο Μήτσος πως ήταν από την χαρά της, από το σοκ της ευχάριστης έκπληξης. Όταν όμως σοβάρεψε και του είπε «Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα» άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σιγουρεύτηκε όταν η Κατερίνα σηκώθηκε και έφυγε φωνάζοντας «Είχε δίκιο ο αδερφός μου που μου έλεγε πως δεν είσαι στα καλά σου.»
«Μη στενοχωριέσαι πασά μου, από τη ζήλια της τα είπε αυτά» του είχε πει η μάνα του αλλά δεν τον έπειθε. «Ποια ζήλια κυρά Λαμπρινή; Αφού αν παντρευόμασταν θα γινόντουσαν και δικές της οι σημαίες, για αυτό της τις έδειξα, για να ξέρει τι παίρνει.» «Θα βρεθεί αυτή που θα συναισθανθεί το μεγαλείο σου, μέχρι τότε μην ανησυχείς, είμαι εδώ εγώ για να τις φροντίζω» του είχε απαντήσει. Πράγματι δεν είχε περάσει μέρα που να μην κάνει αυτά που της είχε αναθέσει και δεν ήταν και λίγα, η συλλογή του από ελληνικές σημαίες μεγάλωνε συνέχεια. Στην δεξιά πλευρά της ντουλάπας ήταν οι υφασμάτινες, στα κάτω συρτάρια οι καλοκαιρινές και στα πάνω οι χειμωνιάτικες που ήθελαν κάθε τόσο πλύσιμο και σιδέρωμα και από πάνω οι αδιάβροχες γιατί όταν ήταν βροχερός ο καιρός αυτές έβγαζε στο μπαλκόνι. Μετά ήταν οι μάλλινες από τα πρόβατα που είχε κουρέψει ο θείος ο Τόλης στο χωριό που τον χειμώνα έπρεπε να μπουν στη ναφθαλίνη για να μην τις φάει ο σκώρος και οι πλεκτές με το βελονάκι από την μακαρίτισσα την γιαγιά του που ήθελαν προσοχή να μην κιτρινίσουν και να μην ξεχειλώσουν στο άπλωμα. Οι κεντημένες από την ίδια την μάνα του που τις έστρωναν στο Κυριακάτικο τραπέζι, οι χάρτινες που τις είχε πλαστικοποιήσει και ήθελαν ξεσκόνισμα, οι ξύλινες που έπρεπε να περνιούνται με ένα ειδικό λάδι για να γυαλίζουν, οι φουσκωτές που ήθελαν κάθε τόσο φούσκωμα για να ελέγχονται για καμμιά τρύπα. Όλα αυτά ήταν ευθύνη της κυρά Λαμπρινής, ο Μήτσος δεν προλάβαινε, έφευγε στις 6μιση το πρωί κάθε μέρα και πολλές φορές είχε και ταξίδια. Όταν ήταν εκεί έκανε εκείνος κάθε πρωί την έπαρση της σημαίας και αναλάμβανε η μάνα του την υποστολή αν αργούσε να γυρίσει.
Στην γειτονιά άλλοι τους καμάρωναν και άλλοι τους κορόιδευαν, μάλιστα κάποιοι είχαν κάνει και παράπονα πως αυτά είναι καραγκιοζιλίκια. Εχθρούς της πατρίδας τους έλεγε αυτούς ο Μήτσος, απάτριδες, είχαν φτάσει στο σημείο όταν στις εθνικές επετείους την ώρα της έπαρσης τραγούδαγε με την κυρά Λαμπρινή τον εθνικό ύμνο στο μπαλκόνι να φωνάξουν «Σκάσε ρε μαλάκα αξημέρωτα» και μια άλλη φορά να τους πετάξουν νερό από το διπλανά μπαλκόνια όλοι μαζί, συννενοημένα. Εκείνος όμως δεν είχε πτοηθεί ποτέ, λίγο εκεί με το συμβάν με το Κατερινάκι είχε κλονιστεί πως ίσως ήταν κάπως υπερβολικός αλλά το είχε ξεπεράσει γρήγορα και είχε πεισμώσει ακόμα πιο πολύ. Μέχρι και τους τοίχους του σπιτιού ήθελε να βάψει σαν την σημαία, αλλά τον σταμάτησε η μάνα του που παραπονιόταν πως το ριγέ θα την ζαλίζει και θα της φέρνει πονοκέφαλο.
Στο φορτηγάκι όμως που αποφάσιζε μόνος του, είχε παραγγείλει την ταπετσαρία που ήθελε. Μια ταπετσαρία σαν την σημαία, με ένα έντονο μπλε ελεκτρικ που καθόταν πάνω της και φούσκωνε από περηφάνια. Απ’έξω δεν φαινόταν αν και μια φορά που τον σταμάτησε η αστυνομία στην εθνική για έλεγχο του είπε ο ένας «
Μπράβο
ρε μάγκα, είσαι ωραίος». Όποιος έμπαινε μέσα, έμενε με το στόμα ανοιχτό. Και δεν έμπαιναν και λίγοι, κέντρο διερχομένων είχε γίνει το φορτηγάκι του. Για την ακρίβεια μεταναστών και προσφύγων, αυτοί μπαινόβγαιναν, αυτούς μετέφερε εδώ και τρία χρόνια. Ο φίλος του ο Γιώργης του είχε βάλει την ιδέα που ήδη το έκανε και έλεγε πως ήταν καλά τα λεφτά, έτσι ο Μήτσος έπεισε τη μάνα του να πουλήσει το χωράφι με τις ελιές στο χωριό και με τα λεφτά πήρε το φορτηγάκι, για αυτό και οι συχνές απουσίες του από την Αθήνα. Δεν τον πείραζαν τα ταξίδια, τα απολάμβανε, ούτε με τους μετανάστες είχε πρόβλημα, μάλιστα στην αποβίβαση στα σύνορα χάριζε στον καθένα τους και ένα σημαιάκι μικρό σαν αυτά που κρατάει ο κόσμος στις παρελάσεις και όταν έμπαιναν από ένα πακετάκι με υγρά μαντηλάκια απολύμανσης για να είναι σίγουρος πως θα ακουμπήσουν την ταπετσαρία-σημαία με καθαρά χέρια. Μια φορά μόνο είχε ξεφύγει η κατάσταση και είχε παραφερθεί που ένας τους ζαλίστηκε από τις στροφές και το στρίμωγμα και έκανε εμετούς πάνω στη σημαία. Τον κατέβασε και τον παράτησε στη μέση του πουθενά έτσι για τιμωρία που λέρωσε το ιερό σύμβολο. Κατά τα άλλα ήσυχα πράγματα και πολιτισμένα. Μέχρι και μουσική τους έβαζε, παραδοσιακά, κλαρίνα και καλαματιανά και κάποια εμβατήρια στρατιωτικά όταν είχε πολλά κέφια γιατί μπορεί να είχε τις παραξενιές του ο Μήτσος αλλά ήταν μεγάλη καρδιά και αυτό φαινόταν και στις τιμές του. Τρεις χιλιάδες ευρώ το κεφάλι χρέωνε και στους εύσωμους αντί να χρεώσει τα διπλά που πιάνανε διπλό χώρο, έβαζε μόνο 500 ευρώ αύξηση στην τιμή. Τέτοιος άνθρωπος ήταν!
Στην Μάνα του είχε πει πως μετέφερε καυσόξυλα τον χειμώνα και καρπούζια το καλοκαίρι για να δικαιολογήσει τα λεφτά που ήταν αρκετά. Όχι πάντα βέβαια, είχε μεγάλο ανταγωνισμό και πολλή κούραση για να κυνηγήσει τους πελάτες και να τους κλείσει αυτός πρώτα, είχε και περιόδους αναδουλειάς. Μέρος αυτού του πλεονάσματος λοιπόν από τα μαύρα χρήματα που δεν μπορούσε να εμφανίσει και να δικαιολογήσει, τα ξόδευε ενισχύοντας οικονομικά μια πατριωτική οργάνωση στην οποία είχε γίνει μέλος την ΠΑ.ΘΡΗ. από το Πατρίς-Θρησκεία που πάλευαν να προσδώσουν στην Ελλάδα την παλιά της αίγλη και να απαγορεύσουν σε ξένους σαν αυτούς που φόρτωνε σαν αποσκευές στο φορτηγάκι του να μπορούν να μπούνε και να παραμείνουν στα ιερά τους χώματα. Αναγνώριζε πως αυτά τα δύο δεν ταίριαζαν αλλά έδιωχνε αυτές τις σκέψεις γιατί έλεγε πως αν δεν ήταν αυτός να κάνει τη δουλειά, θα ήταν κάποιος άλλος στη θέση του, δεν ήταν ο μοναδικός, τόσοι το κάνανε, ακόμα και ξένοι, καλύτερα λοιπόν τα λεφτά να τα έπαιρνε Έλληνας για το καλό της πατρίδας παρά κανείς από δαύτους. Έτσι μονολογούσε και εξαφάνιζε όποια ενοχή τον επισκεπτόταν καμμιά φορά.
Έτσι ήταν στρωμένη η ζωή του Μήτσου και έτσι θα συνέχιζε αλλά τον μάτιασαν με αυτό το μάτι το κακό που θέλει τη συμφορά σου. Όλα ξεκίνησαν εκείνο το παγωμένο πρωινό της 25ης Μαρτίου που είχε χιονίσει και το είχε στρώσει μέχρι και εκεί που μένανε, στο κέντρο της Αθήνας. Όπως κάθε φορά που ήταν σπίτι, έστησε την κυρά Λαμπρινή δίπλα του για την έπαρση της σημαίας και για να τραγουδήσουν μαζί τον εθνικό ύμνο μέρα που ήταν. Εκείνη την ώρα πέρναγαν κάτι πιτσιρικάδες που παίζανε χιονοπόλεμο και έτσι όπως κυνηγιόντουσαν και πέταγαν με δύναμη τις χιονόμπαλες ο ένας στον άλλον, τους είδαν και αντί να σταθούν και αυτοί ακίνητοι και να τραγουδήσουν για την πατρίδα μαζί τους, πετάνε όλοι μαζί τις χιονόμπαλες πάνω τους. Δεν τον πείραξε τον Μήτσο που τις έφαγε στα μούτρα, δεν πτοήθηκε αλλά η μάνα του έτσι όπως της ήρθαν απότομα, ταράχτηκε, έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε. Συνέχισε να τραγουδάει όμως για να μην τον κακοκαρδίσει. Μετά όμως που την πήγε μέσα, άρχισε να βογκάει από τον πόνο, αδύνατον να το πατήσει το πόδι της. Έκανε μια προσπάθεια να πάει προς την κουζίνα μη φύγει το παιδί χωρίς καφέ με φουσκάλες αλλά ήταν αδύνατον. Της πήγε ο Μήτσος το καμινέτο στο τραπεζάκι μπροστά στην πολυθρόνα της για να του τον φτιάξει. Το απόγευμα που γύρισε, εκεί την βρήκε ακόμα καθισμένη, με πόνο αφόρητο, βήχα και πυρετό. Την φορτώνει στην πλάτη και την πάει κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Κάταγμα ισχίου και πνευμονία η κυρά Λαμπρινή, χειρότερα δεν θα μπορούσε να είναι. Μόνος του γύρισε σπίτι αργά τη νύχτα αφού την είχε τακτοποιήσει δίνοντας τα απαραίτητα φακελάκια όπου χρειαζόταν. Της είχε πάρει και αποκλειστική, μια Βουλγάρα, τον στενοχώρησε βέβαια που δεν ήταν Ελληνίδα αλλά τι να έκανε; Ήταν πιο φτηνή. Στην ΠΑ.ΘΡΗ. βέβαια ένας από τους κανόνες ήταν να μην προσλαμβάνουν ξένους που παίρνουν δουλειές από Έλληνες αλλά όταν δεν γινόταν αλλιώς κάνανε τα στραβά μάτια. Μαζί της στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να μείνει, είχε ταξίδι. Στις 5 τα ξημερώματα θα φόρτωνε καμμιά δεκαριά από Πλ. Βικτωρίας και θα τους πήγαινε στα σύνορα. Δεν γινόταν να το ακυρώσει, ειδικά τώρα, θα χρειαζόταν τα λεφτά για τα ιατρικά έξοδα. Μάλιστα σκεφτόταν να τους χρεώσει και κάτι παραπάνω, μπορεί να μην ήταν στη συμφωνία αλλά αναγκαστικά θα του τα έδιναν, δεν μπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά.
Αγχωμένος ξεκίνησε γιατί ελληνικό με φουσκάλες δεν ήπιε, προσπάθησε δυο φορές να κάνει μόνος του αλλά την πρώτη φούσκωσε και χύθηκε και τη δεύτερη δεν βγήκε καιμάκι, εκνευρίστηκε και τον πέταξε στον νεροχύτη. Ούτε την έπαρση της σημαίας δεν μπόρεσε να κάνει γιατί χάλασαν τα ρολά και δεν ανέβαιναν, είχε καιρό που σκάλωναν αλλά όλο αμελούσε να τα διορθώσει. Με κακό προαίσθημα βγήκε από το σπίτι, τίποτα καλό δεν προμήνυαν όλα αυτά. Σκέφτηκε μήπως έκανε ένα γρήγορο πέρασμα από το νοσοκομείο για να τον ξεματιάσει η κυρά Λαμπρινή αλλά ντράπηκε τους άλλους στον θάλαμο έτσι πήγε κατευθείαν στην Πλατεία Βικτωρίας για να παραλάβει. Και εκεί η κακοτυχία όμως συνεχίστηκε, έτσι όπως περίμενε τους πελάτες στο στενό, εμφανίζεται η τροχαία και του κόβει κλήση για παράνομη στάθμευση. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ακυρώσει το ταξίδι, δεν ήταν καλά τα σημάδια, άσε που πάντα νύχτα το έκανε αλλά αυτή τη φορά με την μάνα του στο νοσοκομείο είπε να το κάνει το δρομολόγιο πρωινό. Τελοσπάντων πήρε βαθιά ανάσα, σταυροκοπήθηκε, έφτυσε στον κόρφο του τρεις φορές και ξεκίνησαν.
Στην αρχή όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά, ήσυχο ήταν «το εμπόρευμα», είχαν κοιμηθεί οι περισσότεροι και ο ίδιος κάτι ο ήλιος, κάτι ένα κοριτσάκι που του έβαλε καρδούλα στην καινούρια φωτογραφία προφίλ του στο facebook, σαν να αναθάρρησε και να ξαναβρήκε το κέφι του. Πήρε και στο νοσοκομείο τηλέφωνο, καλά ήταν η μάνα του, σταθερή η κατάσταση της και το κοριτσάκι έβαλε καρδούλα και σε άλλο του ποστ, όλα καλά θα πηγαίνανε, το βράδυ θα ήταν σπίτι του και το πρωί πριν πάει στο νοσοκομείο θα έφτιαχνε τα ρολά για να κάνει την έπαρση της σημαίας, ένιωθε αισιόδοξος, δυνάμωσε τη μουσική και άρχισε και αυτός να τραγουδάει το «Της Ελλάδος παιδιά». Ο δρόμος ήταν ανοιχτός, ξεχάστηκε και πάτησε γκάζι, βιαζόταν να τελειώνει γρήγορα το ταξίδι και τρίτη καρδούλα το κοριτσάκι σε φωτογραφία του, θα της έστελνε μήνυμα, είχε ξεσηκωθεί, να φτάσει γρήγορα να της γράψει και τι να της γράψει όμως; Έπρεπε να συγκεντρωθεί να βρει κάτι καλό, κάτι που να είναι συγχρόνως έξυπνο και αστείο και να δείχνει και τον δυναμισμό του και την γοητεία του αλλά όλα αυτά έπρεπε να φτάσει για να ηρεμήσει και να τα σκεφτεί. Βιαζόταν, πάτησε και άλλο το γκάζι, ένας από πίσω του είπε «Κύριος, πιο σιγκά» και εκείνος του απάντησε «Άμα δεν σου αρέσει, κατέβα», δεν χάλαγε για κανέναν το κέφι του τώρα που μετά από τόσες αναποδιές είχε φτιάξει. Αλλά οι αστυνομικοί που ήταν μισοκρυμένοι στην άκρη του δρόμου είχαν επίσης κέφια. Δεν τους πήρε είδηση ο Μήτσος παρόλο που είχε έμπειρο και πονηρό μάτι, είχε παρασυρθεί τόσο πολύ από τη μουσική που εκείνη τη στιγμή έπαιζε το «Δεν παραχαράσσεται η Ιστορία» σε διασκευή ραπ που κατάλαβε τι γίνεται μόνο όταν είδε πίσω του το περιπολικό με αναμμένο τον φάρο και την σειρήνα να του κάνει σήμα να σταματήσει στην άκρη του δρόμου. Κάτι τέτοιο φυσικά ήταν αδύνατον, τι θα τους έκανε τους από πίσω; Αυτοί όταν βλέπουν βανάκι κλειστό πίσω, σε βάζουν να το ανοίξεις, τι να έκανε; Να τους κατάπινε; Οπότε ανέπτυξε ταχύτητα μήπως και καταφέρει να τους ξεφύγει. Φώναξε ένα «κρατηθείτε μάγκες» και τέρμα το γκάζι και δώστου οι προσπεράσεις και οι ελιγμοί, σαν ήρωας σε ταινία με καταδίωξη ένιωθε. Θα τα κατάφερνε, θα είχε μετά να το διηγείται στο κοριτσάκι στο φέισμπουκ και στην ΠΑ.ΘΡΗ. και θα καμάρωνε, θα τα κατάφερνε. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο, στην αρχή δεν έδωσε σημασία, αυτό συνέχιζε όμως οπότε έριξε μια κλεφτή ματιά να δει ποιο ήταν το νούμερο που επέμενε. Από το νοσοκομείο ήταν, ταράχτηκε. Αν μπορούσε να μιλήσει θα είχε ταραχτεί περισσότερο γιατί θα μάθαινε πως η μάνα του η κυρά Λαμπρινή δεν τα κατάφερε. Άρχισε να ανησυχεί όμως και έχασε την συγκέντρωση του στον δρόμο. Δεν υπολόγισε πόσο μεγάλη ήταν η στροφή. Τελευταίο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του ήταν οι σημαίες του και εκείνα τα χαλασμένα ρολά στο σπίτι και μετά κενό. Δεν άνοιξε ο αερόσακος. Οι άνθρωποι πίσω στάθηκαν πιο τυχεροί, γλίτωσαν με τραυματισμούς μόνο, έτσι όπως ήταν στριμωγμένοι ασφυκτικά σώθηκαν γιατί τα σώματα τους λειτούργησαν προστατευτικά το ένα για το άλλο. Εκείνον όμως τον έβγαλαν νεκρό. Έμειναν μόνο τα αίματα πάνω στην ταπετσαρία με την γαλανόλευκη.
Συγγενείς άλλους δεν είχε, μόνο κάτι ξαδέρφια που είχανε κόψει τα πάρε δώσε εδώ και χρόνια. Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος μετά την διπλή κηδεία φώναξε ένα συνεργείο να καθαρίσει το σπίτι, τους είπε αν ήθελαν κάτι να το κρατήσουν και τα άλλα να τα πέταγαν. Κράτησαν ένα σκρίνιο παλιό, κάτι σερβίτσια, έναν ξύλινο σκαλιστό καθρέφτη και τα άλλα στην καρότσα για πέταμα. Μαζί και οι σημαίες. Στα σκουπίδια. Τις βρήκε ένας πλανόδιος και τις έστρωσε μαζί με την υπόλοιπη πραμάτεια του στην Πατησίων, δεν πούλησε τίποτα και τις παράτησε στην άκρη του δρόμου. Το ίδιο βράδυ τις έκαψαν σε ένα βαρέλι για να ζεσταθούν οι άστεγοι στο παρκάκι πιο κάτω.
Τίποτα δεν έμεινε από τον Μήτσο. Ακόμα και στο ΠΑ.ΘΡΗ. κατέβασαν την φωτογραφία του από τα γραφεία τους και ξέχασαν το όνομα του. «Έχει γούστο εξαιτίας του μαλάκα να μπλέξουμε», ήταν το τελευταίο που ακούστηκε για εκείνον.
Χριστίνα Σαμπανίκου
(photo αρχείου της Βαρβάρας Κεχαγιά από την παράσταση "Γύρισε Πίσω")

No comments:

Post a Comment

ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ;

                                                      ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ   Είμαι μια από τις γυναίκες που επώνυμα προέβησαν σε καταγγελία κατά τ...